έχουν περάσει κάποιες μέρες με τον γέροντα,
έχω ήδη εξομολογηθεί για πρώτη φορά,
έχω ήδη δει κάποια μοναστήρια,
και μου λέει ο γέροντας:
"ζήταγες να δεις σπηλιές, άκου με προσεκτικά,
δεν μπορείς να μπεις στο "Πολυτεχνείο",
όταν ακόμα δεν έχεις μπει καλά-καλά στο "νηπιαγωγείο",
σε σπηλιές εδώ πηγαίνουν μόνο όσοι έχουν ήδη φτάσει σε κάποια μέτρα,
κι έχουν πάρει ειδική άδεια για αυτό,
αλλά μπορείς να πας να τους επισκεφτείς, στην Έρημο του Όρους".
Έρημο ονομάζουν μια περιοχή στο Όρος,
όχι γιατί έχει ...άμμο και κάκτους,
αλλά γιατί η περιοχή, εντελώς στο νότιο άκρο, στις ρίζες του Άθωνα,
εκεί η φύση ...αλλάζει, δεν έχει πια πυκνά δάση, είναι "άγρια",
δύσβατη και κουραστική, με απότομες ανηφόρες και γκρεμούς επικίνδυνους,
οπότε κι επειδή δεν είναι εύκολο για τους προσκυνητές,
έχει πολύ λιγότερη προσέλευση,
σαν ...έρημος, χωρίς ...ανθρώπους κοσμικούς.
και η πιο δύσκολη περιοχή είναι τα Καρούλια,
κάθετος ψηλός γκρεμός κανονικός, με κάτι τρύπες-σπηλιές,
όπου απομονωμένοι τελείως οι μοναχοί,
μένουν ο καθένας μόνος του όλη τους την υπόλοιπη ζωή,
προσευχόμενοι συνεχώς, μόνος ο καθείς ενώπιον μόνον μόνου Θεού,
με ένα σχοινάκι να κρέμεται προς τα κάτω στην θάλλασσα
κι ένα καλαθάκι δεμένο στην άκρη,
το οποίο αναλαμβάνουν να γεμίσουν κάθε τόσο τα κοντινά εκεί μοναστήρια,
περνώντας με βάρκες, με κάποιες απαραίτητες τροφές,
λίγο παξιμάδι, ίσως όσπρια και ελιές...
εκεί συνάντησα τον πάτερ Στέφανο,
Σέρβος, χρόνια πολλά στο Όρος και την Έρημο.
περπατούσα έκθαμβος απο την άγρια ομορφιά του τοπίου,
και τον βλέπω να είχε βγει απο την ..σπηλιά του να μαζεύει κάτι χορταράκια,
με κάτι ράσα που αναρωτιόσουν
πως δεν διαλύονται απο τον αέρα, τόσο παμπάλαια.
ήταν τότε 77 χρονών, έμοιαζε με 47 και περπατούσε σαν 17 χρονών παληκαράκι!
με το που με βλέπει, σκάει ένα χαμόγελο καρδιακό,
χαρούμενος σαν παιδάκι που βλέπει άλλη ψυχή ανθρώπινη σαν δώρο-ευκαιρία,
και με φωνάζει με μια αθωότητα που δεν έχω ξανασυναντήσει,
ψιλή φωνούλα και η προφορά στα ελληνικά του σέρβικη
"έλα, έλα να δεις που έμενα, μέχρι λίγο καιρό πιο πριν..."
και σαν αγριοκάτσικο κανονικό, δίνοντας κάτι σάλτους,
πάει στην άκρη πάνω του γκρεμού, δείχνοντας κάτι κάπου λίγο πιο χαμηλά..
με μικρά, φοβισμένα και τρεμάμενα βήματα,
τον πλησιάζω, στην άκρη του γκρεμού,
(δεν σας το συνιστώ, αν πάσχετε απο υψοφοβία!)
"να εκεί..." δείχνοντας μια μικρή τρυπούλα στα μισά του γκρεμού
"εκεί ήταν το κελάκι μου για χρόνια, αλλά γέρασα πια,
και δεν μπορώ να ανεβοκατεβαίνω εύκολα σκαρφαλώνοντας τον γκρεμό"
(με την βοήθεια μόνο απο κάτι αλυσίδες που κρέμονταν, νάχουν κάτι να πιαστούν)
"αλλά έλα να δεις τώρα που μένω..."
ναι, δεν χρειαζόντουσαν αλυσίδες για να κατέβεις στην καινούργια του σπηλίτσα,
αλλά και πάλι... δεν τόλεγες κι εύκολη διαδρομή.
είχε κουβαλήσει μόνος του στην πλάτη, λίγο τσιμέντο
κι έξω απο την σπηλιά, είχε φτιαξει μια μικρή-μικρή βεράντα,
με μια μικρή λαμαρίνα για στέγη για την βροχή,
"για να μπορώ να φιλοξενώ, αν έρθει κάποιος" είπε.
έξω, λίγο πριν φτάσουμε στην ...απλωταριά του,
σταματάω έκπληκτος να δω μιαν αμυγδαλιά τεράστια,
μα πώς ήταν δυνατόν η ρίζα της να είναι μόνο σε γρανιτένιο βράχο,
χωρίς καθόλου ούτε μια στάλα χώμα;
με βλέπει που αναρωτιέμαι και μου απαντά χωρίς να ρωτήσω:
"α, μας αγαπά πολύ η Παναγία και μας φροντίζει,
να, μου χάρισε και αμύγδαλα νάχω να τρώω!".
με βάζει μέσα στην σπηλιά να ...προσκυνήσω,
ναι, η σπηλιά στο βάθος μεταμορφωνόταν σε ...εκκλησία!,
χωρίς τέμπλο, γεμάτο Εικόνες όμως κι ένα μικρό πάγκο,
για το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας,
καθώς ήταν ιερομόναχος, και καλόγερος δηλαδή και παπάς.
καθόμαστε μετά στην "βεραντούλα" του,
πίσω μας βουνό κάθετο
και με θέα μπροστά, θάλασσα, θάλασσα και μόνο θάλασσα
και πάντα χαρούμενος που συνάντησε άνθρωπο και μπορεί να μιλήσει,
συνεχίζει τις ...απανωτές ...εκπλήξεις:
- "μήπως πεινάς; έχω βράσει σε μια κονσερβούλα λίγα φασόλια,
εγώ πίνω μόνο το ζουμί τους, και κανονικά το υπόλοιπο,
το δίνω τροφή σε κάτι αγριοπερίστερα που έρχονται και τρώνε,
αλλά μπορώ να σε κεράσω, αν πεινάς;"
- "δεν χρειάζεται, γέροντα, ευχαριστώ,
αλλά αυτή είναι όλη κι όλη η τροφή σου; ..ζουμί απο ..φασόλια;"
- "'ω, όχι όχι, έχω και τα αμύγδαλα,
μαζεύω και χορταράκια να βράσω και βότανα για τσάι,
κι αν είναι και μεγάλη εορτή, πετάω κάτω στην θάλασσα μια πετονιά,
χωρίς δόλωμα, κι αν θέλει η Μάνα Παναγιά, πιάνω και κάνα ψαράκι,
αλλά μόνο σε Δεσποτικές εορτές..."
κι ενώ ψάχνω μ΄ ορθάνοιχτο το στόμα το ...πηγούνι μου
που έχει πέσει κάπου κάτω στο τσιμέντο-πάτωμα,
βλέπω να έρχεται και μας πλησιάζει τιτιβίζοντας χαρούμενα ένα μικρό κοπάδι,
απο κάτι μαύρα και σκούρο μπλε χρώμα μικρά πουλάκια και συνεχίζει:
- "α, αυτά είναι οι φίλοι μου, τώρα είσαι εσύ εδώ, και σε φοβούνται,
αλλά να έβλεπες όταν είμαι μόνος πώς κάνουν,
έρχονται και παίζουν με την γενειάδα μου..."!
ξαφνικά, σχεδόν απο το πουθενά, εμφανίζεται και άλλος φίλος του ασκητής,
κι αυτός Σέρβος, αλλά πιο νέος, που έμενε 2, 3 ...σπηλιές πιο κάτω
και τον είχε τον π.Στέφανο για γέροντά του,
μιλάνε για λίγη ώρα στα σέρβικα οι 2 τους,
φεύγει έτσι όπως ήρθε, σαν αεράκι, και συνεχίζει να μου μιλά:
- "αχ! τι μου έκανε, τι μου έκανε αυτός...
κάποια στιγμή είχα πάθει μιαν αρρώστεια,
και συγγνώμη για την κουβέντα, δεν μπορούσα να κατουρήσω,
κι έρχεται και μου λέει αυτός, "γέροντα, αν σε 24 ώρες δεν πας νοσοκομείο, θα πεθάνεις",
μα δεν έχω βγει ποτές μου έξω, κι αν είναι νάρθει η ώρα μου, καλώς να έρθει, δεν πάω,
αλλά την επομένη λιποθύμισα, και κανονίζει με πλοιαράκι ταχύπλοο
και με στέλνει σε κώμα σε νοσοκομείο στην Θεσσαλονίκη,
και εκεί ...πέθανα, ναι, βγήκε η ψυχή μου απο το κορμί μου,
και με πάει άγγελος Κυρίου κοντά στον Παράδεισο να δω,
αλλά μου λέει δεν ήρθε όμως ακόμα η ώρα σου και φρουούπ,
ξαναμπαίνει η ψυχή μου στο σώμα μου....
όμως για χρόνια πολλά είχα μετά μιαν ακηδία,
τίποτα δεν με κράταγε σωστά, είχε πλέον όλη μου η ζωή μια πίκρα,
γιατί αν μυρίσεις λίγο τον Παράδεισο,
πώς να μπορείς να συνεχίσεις να ζεις στον κόσμο αυτόν;
τίποτα δεν σε γεμίζει, και το μόνο που αποζητάς πια,
είναι πως να γίνει να πας εκεί που ανήκουμε, κοντά στον Χριστό μας".
κι εκεί που νομίζα πως τάχω ακούσει όλα
και τίποτα άλλο δεν μπορεί να με εκπλήξει περισσότερο, συνεχίζει:
- "όταν θέλει ο Θεός, μου ανοίγει και μια τηλεόραση και βλέπω πράματα,
να μια φορά, είδα την αρχή απο τα χρόνια του εξαποδίτη,
και βλέπω μια πορεία απο ανθρώπους πάρα πολλούς να χαίρονται,
και μπροστά-μπροστά, πρώτοι-πρώτοι, αρχιεπίσκοποι και δεσποτάδες,
και να ακολουθούν καλόγεροι και παπάδες, και πίσω κόσμος πολύς,
και χάρηκα γιατί νόμιζα πως ήταν λιτανεία,
αλλά κάνει σαν ζούμ η κάμερα, και τους βλέπω όλους να κρατάνε,
κάτι πινακίδες και να γράφουν συνθήματα υπέρ του ερχομού του αντί.Χριστού,
-και έβαλα τα κλάμματα, κυρίως γιατί υπήρχαν δεσποτάδες και παπάδες...".
ε, μετά απο όλες αυτές τις περιγραφές,
δεν έχω κάτι περισσότερο να μπορώ να προσθέσω...

Κάπου στο σημείο που άγγελος τον πήγε στον Παράδεισο, και κατά την συνέχεια, βράχηκαν τα μάτια μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα λες σαν να τα προβάλεις σε οθόνη...
... σειρά μας τώρα νὰ μαζέψουμε σαγόνι ἀπὸ τὸ πάτωμα...!
ΑπάντησηΔιαγραφήἀκόμη πιὸ ὡραῖο ὅμως εἶναι αὐτό τὸ ἁπαλό, σὰν φῶς ἀπὸ κεριά,
ποὺ ξεπροβάλει κάθε τόσο...
ποὺ σὰν νὰ δίνει φόρα στὴν ἀναπνοή
γιὰ μίαν ἁπαλή, βαθειά μεγάλη ἀνάσα...
σʹεὐχαριστοῦμε... !
...
νὰ σʹἔχει πάντα ὁ Θεός γερό...
(ἔχε μας, στὶς προσευχές σου...)
νάσαι και συ γερός αδελφέ και δεν σε ξεχνώ,
Διαγραφήπάνε χρόνια πούχα ρωτήσει το όνομά σου γι' αυτόν τον σκοπό
κι αν εύχεσθε κι εσείς υπέρ εμού,
τι χαρά, αφορμή για ευχή!
... προσευχή...
ΑπάντησηΔιαγραφήπρὸς (τὴν) εὐχὴ...
(ἐννοῶντας τὴν μόνιμη κι ἀβίαστη σὰν ἀνάσα... )
(κλεμμένο... ξέρεις ἀπό ποιόν... )